Σόμερσετ

Σόμερσετ
(Somerset). Κομητεία της ΝΔ Αγγλίας στα Β του καναλιού του Μπρίστολ (3.451 τ. χλμ., 457.700 κάτ.). Πρωτεύουσα της είναι το Τόντον. Η οικονομία της βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στη γεωργία (δημητριακά, φρούτα, λαχανικά) και στην κτηνοτροφία (βοοειδή, πρόβατα, πουλερικά). Έχει επίσης πολλά ορυχεία άνθρακα. Η βιομηχανία της περιοχής περιορίζεται στην καλτσοβιομηχανία και στην παραγωγή χαρτιού καθώς και ανθηρό τουρισμό. Άλλες, εκτός από την πρωτεύουσα, αξιόλογες πόλεις είναι οι Μπαθ, Μπρίντγουώτερ, Γιόβιλ και Γουέστον - σάπερ - Μερ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μωμ, Γουίλιαμ Σόμερσετ — Άγγλος συγγραφέας. Βλ. λ. Μομ, Γουίλιαμ Σόμερσετ. Ο Σόμερσετ Μομ, πολλών γνωστών μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων? προσωπογραφία του Σάδερλαντ (Tate Gallery, Λονδίνο) …   Dictionary of Greek

  • Γούστερ, Έντουαρντ Σόμερσετ — (Edward Somerset Worcester, 1601 – 1667). Άγγλος εφευρέτης. Ο Γ. ασχολήθηκε από νωρίς με τη μελέτη των μαθηματικών και έγινε γνωστός από τα πειράματά του για τον καθορισμό της κινητήριας δύναμης του ατμού. Το 1664 ονομάστηκε κόμης του Γκλαμόργκαν …   Dictionary of Greek

  • Μομ, Γουίλιαμ Σόμερσετ — (William Sommerset Maugham, Παρίσι 1874 – Καπ Φερά, Νίκαια 1965). Άγγλος συγγραφέας. Ως μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας είχε μεγάλη επιτυχία στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, αλλά δεν εκτιμήθηκε πάντα το ίδιο και από την αυστηρή κριτική.… …   Dictionary of Greek

  • Ράγκλαν, Φιτζρόι Τζέιμς Χένρι Σόμερσετ λόρδος του — (Raglan, 1788 – 1855). Άγγλος στρατάρχης. Κατετάγη στον στρατό το 1804. Το 1808 έγινε υπασπιστής και το 1810, ως γραμματέας του Γουέλινγκτον, πήρε μέρος στους ναπολεόντειους πολέμους και έχασε το χέρι του στη μάχη του Βατερλό (1815). Αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Άβαλον — (Avalon).Μυθικό νησί του βρετανικού κύκλου θρύλων και αφηγήσεων. Το όνομά του σημαίνει νησί των μήλων. Στην κελτική μυθολογία αντιστοιχεί με τα ελληνικά Ηλύσια Πεδία. Σύμφωνα με τον μύθο, εκεί οδηγήθηκε ο βασιλιάς Αρθούρος για να γιατρευτεί από… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • Βάκων — I (Ίλτσεστερ, Σόμερσετ 1214 – 1292;). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φιλόσοφου Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon). Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι και γύρω στο 1252 μπήκε στο τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών. Η κλίση του όμως προς την… …   Dictionary of Greek

  • Βερμούδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού, που τελεί σε καθεστώς ημιαυτόνομης βρετανικής κτήσης.Η συνολική έκταση των νησιών είναι 53,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 62.997 κάτ. (2000), με ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 0,74% και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”